Αρχαιολογικοί Χώροι και Μνημεία

Η περιοχή Αγιάς είναι πλούσια σε μνημεία και αρχαιολογικούς χώρους. Αυτή την εποχή γίνονται εργασίες ανάδειξης στο Κάστρο Βελίκας και τον αρχαιολογικό χώρο στην Παλιόσκαλα Ελάφου, ώστε να καταστούν οργανωμένοι αρχαιολογικοί χώροι.

Πρόσφατα αποκαταστάθηκε το καθολικό της μονής Αγίου Δημητρίου στο Στόμιο, ενώ συντηρείται η μονή Παντελεήμονος Αγιάς, στα πλαίσια του ΕΣΠΑ.

Ο επισκέπτης μπορεί ακόμη να περιηγηθεί σε αρχαία και βυζαντινά κάστρα, τα περίφημα μοναστήρια του Όρους των Κελλίων, καθώς και νεότερα μνημεία.

Οι περισσότερες αρχαιότητες της περιοχής βρίσκονται στα Μουσεία Λάρισας και Βόλου αλλά υπάρχουν και στην Αγιά αρχαιολογικές συλλογές που δεν είναι ακόμη επισκέψιμες, η πρόσφατα ιδρυθείσα Αρχαιολογική Συλλογή Μελιβοίας καθώς και μικρά μουσεία εκκλησιαστικών κειμηλίων και νεότερου πολιτισμού.

Αρχαιολογικοί Χώροι και Μνημεία


Η Ομόλη, γνώρισε μεγάλη ακμή τον 4ο π.Χ. αιώνα και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο ως πολιτικό και κοινωνικό κέντρο της εποχής. Εδώ συναντιόταν οι αντιπροσωπείες των Μάγνητων, των Περραιβών και των Φθιωτών (που αποτελούσαν την Αμφικτιονία του Απόλλωνα ή των Τεμπών), εδώ έγιναν οι σημαντικότερες συμφωνίες μεταξύ των Πελασγών, των Μαγνητών, των Μακεδόνων και των Περραιβών, εδώ συνομίλησαν το 172 π.Χ. ο βασιλιάς της Μακεδονίας Περσέας με το ρωμαίο Κόιντο Μάρκιο Φίλλιπο.

Η έντονη παρουσία της Αρχαίας Ομόλης, υποδηλώνεται ακόμη απο τη λειτουργία του νομισματοκοπείου της, που ήταν απο τα σπουδαιότερα της κεντρικής Ελλάδας και η ύπαρξη του οποίου, σύμφωνα με ευρύματα φτάνει ώς τον 3ο π.Χ. αιώνα. Έτσι δεν είναι τυχαίο που αρκετοί συγγραφείς, όπως ο Στράβωνας, ο Παυσανίας και ο Απολλώνιος, χαρακτηρίζουν στα γραπτά τους με το όνομά της Ομόλης ολόκληρο το βόρειο τμήμα της Όσσας.

Τα ερείπια της αρχαίας Ομόλης, παρουσιάζουν σημαντικό ενδιαφέρον, ενώ τα ευρήματα απο ανασκαφές που έγιναν, φιλοξενούνται σήμερα στο Μουσείο του Βόλου και σε άλλα μουσεία της Ελλάδας. Ιστορικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το πέτρινο γεφύρι του Ομολίου, στη θέση Περαταριά – που γεφύρωνε τον Πηνειό με 13 τόξα σε μήκος 200 μ. και αναστηλώθηκε απο τον Οσμάν Πασά το 1730.

Η Αρχαία Πόλη του Ομολίου κτίστηκε μεταξύ δύο ρεμάτων: του ρέματος Κούτρας ( η Κουλιαλή) που είναι στην ανατολική πλευρά της πόλεως και του ρέματος Αγίας Παρασκευής στη δυτική πλευρά της πόλεως. Τα δύο αυτά φαράγγια συγκλίνουν προς το υψηλότερο σημείο, όπου σήμερα υπάρχει το εξωκλήσι του προφήτη Ηλία, θέση στην οποία τοποθετείται η ακρόπολη του Ομολίου. Το απότομο των δύο ρεμάτων ενισχύθηκε με συμπληρωματικά οχυρωματικά έργα, όπως εκσκαφές και τείχη, εξασφαλίζοντας την προστασία της πόλης από εχθρικές επιδρομές. Στη χαμηλότερη περιοχή όπου καταλήγουν οι λόφοι, είχαν γίνει εκσκαπτικά έργα σε όλη την έκταση που περιέχεται μεταξύ των δύο ρεμάτων, έτσι ώστε να διαμορφωθεί απότομη χωμάτινη τομή ύψους 10 έως 15 μέτρων.

Αυτή η προστατευτική οχυρωματική τομή ενισχύθηκε περιμετρικά σε διάφορα σημεία με τείχος. Τα τείχη, που είχαν πάχος κυμαινόμενο γύρω στα δύο μέτρα, ήταν κατασκευασμένα από ξηρολιθία και όπως προκύπτει από διασωθέν μικρό τμήμα, πρέπει να ήταν πολύ καλής κατασκευής. Η πόλη χωριζόταν με τείχη σε τρεις τουλάχιστον ζώνες. Τα τείχη της ακροπόλεως κατασκευάστηκαν στα χείλη απότομου τοποθεσίας σύμφωνα με τη μορφολογία του εδάφους. Ίχνη αυτών των τειχών υπάρχουν σε αρκετά σημεία και σήμερα.

Στο υψηλότερο σημείο και σε απόσταση 30 μέτρων από το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία, έγινε εκσκαφή βάθους 10 περίπου μέτρων και μήκος γύρω στα 40 έτσι ώστε να απoκοπεί η ισοϋψής συνέχεια της ράχης του βουνού. Δημιουργήθηκε μια τεχνητή εγκοπή μεταξύ των δύο φαραγγιών ενισχυμένη βέβαια με ανάλογο τείχος όπως διαπιστώνεται από τα υπάρχοντα λείψανα στην τοποθεσία αυτή. Τα τείχη χρονολογούνται ότι ανήκουν στον Ε΄ π.Χ. αιώνα. Κτίσματα υπήρχαν και εκτός των τειχών της πόλεως και κυρίως στη βουνοπλαγιά που περιέχεται μεταξύ των ρεμάτων: της Αγίας Παρασκευής και του Μεγάλου Ρέματος. Στην περιοχή αυτή υπήρχε και οικισμός ενώ σημαντικά οικοδομήματα υπήρχαν στο ύψωμα «κοκκκινόχωμα».

Το αρχαίο Ομόλιο ανέπτυξε μια εξόχως υψηλή αγγειοπλαστική τέχνη. Στις υπώρειες της πόλεως κοντά στον Πηνειό υπήρχαν εργαστήρια κατασκευής πήλινων αντικειμένων. Ένα τέτοιο εργαστήριο – κεραμοποιείο είχε επισημανθεί κατά την εκσκαφή ενός ιδιωτικού πηγαδιού στη δυτική είσοδο της κοινότητας του Ομολίου. Ένα από αυτά τα εργαστήρια κεραμικής τέχνης ανήκε σε κάποιον Μένωνα όπως προκύπτει από την κυκλική σφραγίδα που έθετε στα κατασκευαζόμενα είδη και ένα άλλο σε κάποιον Θεόδοτο. Οι τεχνίτες έπαιρναν το χώμα από την τοποθεσία «κοκκινόχωμα». Εκεί έβρισκαν κατάλληλο χώμα για την κατασκευή διαφόρων κεραμικών ειδών, όπως αγαλμάτων, αμφορέων, κεραμικών και άλλων ειδών οικιακής χρήσεως. Μεταξύ των κεραμικών αντικειμένων που βρέθηκαν στο αρχαίο Ομόλιο εντύπωση προκαλεί ένα πήλινο πέλμα, δεξιού ποδός, μήκος 95 εκατοστών. Αυτό ανήκει σε άγαλμα ύψους πέντε μέτρων περίπου και πιθανολογείται ότι αναπαριστά το Δία διότι φέρει στην κνήμη ανάγλυφο κεραυνό.

Όλα τα σπίτια της αρχαίας πόλεως ήταν κεραμοσκεπή. Αυτό μαρτυρεί το πλήθος των κεραμικών συντριμμάτων που παρατηρούνται σήμερα σε όλη την έκταση της πόλης. Η υδροδότηση γινόταν από πήγες που υπήρχαν εντός των τειχών της πόλεως, από τον Πηνειό με στάμνες (λαγήνια) και από την ορεινή πηγή «μάνα νερό» που υπάρχει και σήμερα. Ολόκληρη η περιοχή της Ομόλης, από τα Τέμπη μέχρι το Στόμιο, ήταν κατάφυτη από δάση. Υπήρχαν πολλές πηγές με τρεχούμενα νερά και φύτρωνε πολύ πράσινο που κάλυπτε μέχρι τις εισόδους τις σπηλιές του Ομολίου. Αυτό εντυπωσίασε τον τραγικό ποιητή Ευριπίδη ο οποίος έζησε στην Μαγνησία και στη Μακεδονία όπου και ετάφη.

Πολλές από αυτές τις πηγές της Ομόλης υπάρχουν μέχρι και σήμερα. Μπορούμε να πούμε ότι η φθίνουσα απόδοση τους και η εξαφάνιση των περισσοτέρων, άρχισε από την δεκαετία του 1950 και εντεύθεν. Εξακολουθεί όμως να υπάρχει και σήμερα με μικρή απόδοση η βασική τροφοδότρια πηγή του αρχαίου Ομολίου, που είναι γνωστή στους κατοίκους με το όνομα «Μάνα του Νερού».

Από τις υπάρχουσες σπηλιές οι μεγαλύτερες είναι: α) της Αγίας Παρασκευής, που βρίσκεται εντός της αρχαίας πόλης, β) της Μπακότρυπας, η οποία έχει οριζόντιο βάθος περίπου 40 μέτρων και γ) της Καλογερικής, που το όνομα της δηλώνει ότι κάποτε χρησιμοποιήθηκε ως ασκητήριο μοναχισμού.

Η βόρεια πλευρά της Όσσας έχει έδαφος φιλόξενο και κατάλληλο για την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Στο Θεόκριτο η Ομόλη αναφέρεται ως τόπος προσφιλής και αγαπητός. Άλλα και ο περιηγητής Παυσανίας χαρακτηρίζει το όρος της Ομόλης πολύ γόνιμο. Το πράσινο εδώ είναι και σήμερα αξιόλογο. Στην αρχαιότητα τα δάση της περιοχής αυτής ήταν πολύ πυκνά και μεγάλα. Μάλιστα όπως μας πληροφορεί ο Πτολεμαίος ο Ηφαιστίωνος ή Χέννος, η ξυλεία για την κατασκευή του πλοίου Αργώ που χρησιμοποίησαν οι αργοναύτες, κόπηκε από τα δάση της Όσσας. Σ’ αυτό λοιπόν το ωραίο φυσικό τοπίο ήκμασε το Ομόλιον. Από τα συλλεγέντα αρχαιολογικά ευρήματα (Μουσεία Βόλου, Λαρίσης) αποδεικνύεται ότι το Ομόλιο ανέπτυξε αξιόλογο πολιτισμό. Ήταν ο τόπος όπου συνυπήρχαν οι αντιπρόσωποι των γειτονικών φυλών, Μαγνητών, Περραιβών, Φθιωτών, οι οποίοι είχαν συνάψει ένσπονδον συμμαχίαν.

Η ανυπαρξία περιγραφικών στοιχείων για την καθημερινή ζωή των πολιτών του Ομολίου στη μακραίωνη ιστορική του πορεία, μπορεί να συμπληρωθεί εν μέρει αξιολογώντας το πλήθος των ευρεθέντων νομισμάτων και άλλων αντικειμένων που παραδόθηκαν στην Αρχαιολογική Υπηρεσία κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες.

Πλούσια επίσης είναι και τα ταφικά ευρήματα του Ομολίου. Στους αποκαλυφθέντες τάφους της πρωτογεωμετρικής περιόδου άλλα και σε νεώτερους χρονολογικά, ήτοι του Δ΄ π.Χ. αιώνος, περιέχεται σημαντικός αριθμός χρυσών κοσμημάτων, αγγείων και λοιπών κτερισμάτων, τα οποία φέρουν τα κατασκευαστικά γνωρίσματα της αντίστοιχης περιόδου. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι τόσο οι παλιότεροι τάφοι όσον και οι του Δ΄ αιώνα περιείχαν μέχρι και πέντε ανθρώπινους σκελετούς. Το γεγονός αυτό μαρτυρεί την συνέχεια για αιώνες του ομαδικού ταφικού εθίμου της πόλεως. Ολόκληρη η έκταση της κάτω πόλεως του αρχαίου Ομολίου καλλιεργούνταν μέχρι το πρόσφατο παρελθόν με αμπέλια. Κατά το σκάψιμο βρέθηκε πλήθος τάφων μικρών διαστάσεων που περιείχαν τα γνωστά «λαγύνια με στάχτυ». Πρόκειται ασφαλώς για τεφραδόχους από την καύση των νεκρών, τα οποία βέβαια κατέστρεφαν οι χωρικοί από άγνοια. Η καύση των νεκρών γινόταν σε συγκεκριμένο σημείο εκτός των τειχών της πόλεως, πλησίον του Πηνειού στην τοποθεσία «κοκκινόχωμα». Εκεί βρέθηκε η σχετική τάφρος διαστάσεων 4*4 μέτρων. Τα ευρήματα του νεκρικού αυτού εθίμου σε συνδυασμό με τα πανάρχαια ορφικά κείμενα, μας κάνουν να πιστεύουμε ότι η ίδρυση του Ομολίου μπορεί να τοποθετηθεί στους προϊστορικούς χρόνους.
Σήμερα, η περιοχή της αρχαίας πόλης του Ομολίου, πλην της ακροπόλεως, είναι διαμοιρασμένη σε πολλές μικρές χέρσες ιδιοκτησίες. Ο επισκέπτης διακρίνει εύκολα τα θρύψαλα των κεραμικών αντικειμένων που είναι διάσπαρτα σε όλη την έκταση του εδάφους. Επίσης αρκετά λείψανα μπορούν να παρατηρηθούν πάνω στους συνοριακούς ξηρότοιχους πολλών μικρών ιδιοκτησιών. Όλα εδώ μαρτυρούν ότι η ερειπωμένη αρχαία πόλη έπεσε θύμα της άγνοιας των κατοίκων με την καλλιέργεια του αμπελιού, υποστάσα άγριο καννιβαλισμό. Στα υψηλότερα σημεία της πόλης η καταστροφή συμπληρώθηκε από τις κατολισθήσεις του εδάφους. Έτσι τώρα ο επισκέπτης βαδίζει πάνω στα συντρίμματα του ιστορικού παρελθόντος.

Τα αρχαιολογικά ευρήματα δείχνουν ότι η ζωή στο Ομόλιο συνεχίσθηκε τουλάχιστον μέχρι τους πρώτους αιώνες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Το σημαντικότερο ιστορικό συμβάν της περιόδου αυτής, το οποίο μπορεί να επικεντρώσει την προσοχή μας ως το πλέον πιθανό αίτιον καταστροφής του Ομολίου, είναι η επιδρομή των Γότθων και η εμφάνιση αυτών στην ανατολική περιοχή των Τεμπών. Το Ομόλιο με τα πολλά του ιερά και τη φήμη της ιεράς πόλεως ασφαλώς θα υπέστη τότε βιβλική καταστροφή διότι ήταν πάνω στο δρόμο που πέρασαν οι Γότθοι.

Οι φωτογραφίες είναι παρμένες από το βιβλίο του Χρ.Μπλέτα Τα Τέμπη και η γειτονική περιοχή, Θεσσαλονίκη 1995

Το Παλιόκαστρο Καρίτσας, βρίσκεται βόρεια των εκβολών του Κόκκινου Νερού, σε μια εξαίσια, ρομαντική τοποθεσία. Κατα τον Γεωργιάδη πρόκειται για αρχαία Ελληνικά τείχη. Εδω βρέθηκε μια επιγραφή της ρωμαικής εποχής. Κατά τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, τον Φλάκκο και όλους τους νεώτερους τοπογράφους πρόκειται για την αρχαία πόλη Ευρυμεναί. Τα τείχη που σώζονται σήμερα ανήκουν στην πρώιμη βυζαντινή εποχή και σώζονται στη νότια πλευρά σε ύψος 3μ.

Ιστορικά

Οι Ευρυμεναί άνηκαν στους Μαγνητές μέχρι τον 4ο αιώνα π.Χ. Μετά απο μακροχρόνιους αγώνες υποδουλώθηκαν στο Κοινό των Θεσσαλών και ως περίοικος λαός, ήταν υποτελείς του ταγού, του Ιάσονος των Φερών και των διαδόχων του και ύστερα των Μακεδόνων Βασιλέων.

Το 198 π.Χ. και το 191 π.Χ. οι Ευρυμεναί κατακτήθηκαν από τον Αμυνανδρο και τους Αιτωλούς ενώ το 191 π.Χ. επανακτήθηκαν από τον Φίλιππο Ε΄ και από τον Βαίσιο. Από το 196 π.Χ. μέχρι το 192 π.Χ. οι Μαγνητές σχημάτισαν ένα Κοινό άλλα από το 167 π.Χ. ξανά υπέκυψαν στους Μακεδόνες. Η ομοσπονδία τους διήρκεσε μέχρι τη ρύθμιση της αυτοκρατορίας του Διοκλητιανού.

Γνωρίζουμε ότι οι Ευρυμένες είχαν κυκλοφορήσει δικό τους νόμισμα στην περίοδο 300 – 146 π.Χ., στη μια όψη του οποίου υπήρχε η κεφαλή του Διονύσου σε νεαρή ηλικία και στην άλλη ένα αμπελόκλημα, με έξι τσαμπιά από σταφύλια, ένα κρατήρα και ένα δελφίνι με την επιγραφή «Ευρυμεναίων». Η ζωή στην περιοχή εξακολουθεί και στην Βυζαντινή εποχή. Οι Ευρυμένες σύμφωνα με τον ιστορικό Προκόπιο, αναφέρονται για τελευταία φορά τον 6ο μ.Χ. αιώνα. Τότε ο αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης Ιουστινιανός ανακαίνισε το φρούριο της Ευρυμένης και το οχύρωσε καλά.

Σημαντική οχύρωση, 21 στρεμμάτων, που βρίσκεται σε κατάφυτο λόφο στα βόρεια του οικισμού και σε μικρή απόσταση από την παραλία. Ελέγχει τον εύφορο κάμπο που απλώνεται στα νότια, καθώς και την παραλιακή διαδρομή του Κισσάβου. Αποκαλύφθηκε με ανασκαφική έρευνα των ετών 2009 και 2010 που διεξήχθη από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με τη συνδρομή του Δήμου Μελιβοίας και σώζεται μέχρι το ύψος των 3μ.

Τα τείχη είναι κτισμένα από ακατέργαστους λίθους μεσαίου μεγέθους τοποθετημένους σε σκληρό ασβεστοκονίαμα και έχουν πάχος 2μ. Στη νότια και ανατολική πλευρά, που σώζονται καλύτερα, διακρίνονται δύο πύλες και πέντε πύργοι. Στο κατάφυτο εσωτερικό του κάστρου σώζονται πυκνά λείψανα οικισμού, τα οποία χρονολογούνται στην πλειοψηφία τους τον 6ο αι. μ.Χ., κτισμένα επάνω σε παλιότερα ερείπια.

Ο οικισμός εκτεινόταν στους πρόποδες του λόφου και στον παραλιακό κάμπο, όπως δείχνει εκκλησιαστικό συγκρότημα με πιεστήριο λαδιού και αποθήκες που ανασκάφηκε στα ανατολικά. Η θέση ταυτίζεται με την πρωτοβυζαντινή φάση της γνωστής αρχαίας πόλης Μελίβοιας, η οποία αρχικά ήταν εγκατεστημένη στο λόφο πάνω από το λιμάνι του Αγιοκάμπου και καταστράφηκε από τους Ρωμαίους το 168 π.Χ.

Τον Ιούνιο του 2011 διεξήχθη η πρώτη φάση της ανασκαφής στην εκκλησία που βρίσκεται δίπλα στη Βόρεια Πύλη. Αυτή γίνεται σε συνεργασία του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας (Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας) με υπεύθυνο τον καθηγητή Γιάννη Βαραλή και της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων με υπεύθυνη την αρχαιολόγο Σταυρούλα Σδρόλια. Η έρευνα αυτή εντάσσεται σε πενταετή προγραμματισμό των δύο φορέων, που εγκρίθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού. Για φέτος συμμετείχαν σ΄αυτή 15 φοιτητές και άλλοι επιστήμονες, οι οποίοι φιλοξενήθηκαν για τρείς εβδομάδες από τους κατοίκους της Μελίβοιας.

Το ανασκαπτόμενο κτίριο είναι μια τρίκλιτη βασιλική διαστάσεων 10χ11μ., χωρίς το νάρθηκα. Αποκαλύφθηκε μεγάλο μέρος του κεντρικού και του βόρειου κλίτους και βρέθηκε το δάπεδο του κεντρικού κλίτους, καθώς και αρκετά μαρμάρινα και κεραμικά ευρήματα που το χρονολογούν στον 6ο αιώνα και υποδηλώνουν επίσης επισκευή του σε λίγο μεταγενέστερη περίοδο.

Παράλληλα, τον Ιούλιο του 2011 άρχισαν οι εργασίες ανάδειξης του κάστρου από την 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, μετά από μελέτη που συνέταξε ο Δήμος Μελιβοίας και την ένταξη του έργου στα συγχρηματοδοτούμενα προγράμματα Ελλάδας-Ευρωπαικής Ένωσης (ΕΣΠΑ) με 500.000 ευρώ. Το έργο περιλαμβάνει καθαρισμό και στερέωση της ανατολικής και νότιας πλευράς των τειχών, καθώς και κατασκευή λιθόστρωτου μονοπατιού εξωτερικά για τη διευκόλυνση των επισκεπτών. Αρχικά κατασκευάσθηκε νέα πρόσβαση, βορειότερα της πρηγούμενης, που επιτρέπει την άνετη προσέγγιση στο κάστρο.

Στην πρώτη φάση του έργου, που βρίσκεται σε εξέλιξη, καθαρίζεται από τη βλάστηση ζώνη 5μ. εσωτερικά του τείχους και αφαιρούνται τα κατακρημνίσματα του τείχους και οι επιχωματώσεις, με σκοπό την αποκάλυψη του τείχους και των κτιρίων στο εσωτερικό του. Αποκαλύπτεται πλήθος κτιρίων, που δείχνουν ένα οργανωμένο σύστημα αποθηκών, με αφθονία αμφορέων και πιθαριών, όπου φύλασσαν τη γεωργική παραγωγή λαδιού και οίνου, καθώς και μικροαντικείμενα της καθημερινής ζωής του 6ου αιώνα, ενώ δεν λείπουν και σποραδικά λείψανα παλαιότερης κατοίκησης.

Εδώ τοποθετείται, σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, η αρχαία πόλη Μελίβοια. Σε ανασκαφές της ΙΕ Εφορείας Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στον κατάφυτο λόφο πάνω από το λιμάνι αποκαλύφθηκε οχυρωμένος οικισμός έκτασης 55 στρεμμάτων, καθώς και αρχαία νεκροταφεία, που σήμερα δεν διακρίνονται λόγω βλάστησης. Το τείχος είναι κτισμένο από πλακαρούς λίθους και σώζει 5 πύργους με λαξευμένους γωνιόλιθους, του 3ου αι. π.Χ.. Τα μαρμάρινα αγάλματα, οι επιγραφές και τα αγγεία που βρέθηκαν εδώ και ξεκινούν από τη μυκηναϊκή περίοδο, είναι πολύ σημαντικά και αποδεικνύουν περίτρανα την ταύτιση της θέσης με τη Μελίβοια, που ήταν ισχυρή πόλη με λιμάνι και γνωστή εμπορική δραστηριότητα στο Αιγαίο. Είναι πιθανόν ότι η αρχαία πόλη χρησιμοποιούσε ως λιμάνια τους δύο φυσικούς ορμίσκους που βρίσκονται στα νότια του σύγχρονου λιμανιού. Στον βορειότερο από τους ορμίσκους αυτούς σώζεται στο βράχο σκαλιστή κλίμακα, λείψανο αρχαίου ιερού, που ταυτίζεται από τους ερευνητές με εκείνο του μυθικού ήρωα Δόλοπα.

Στα νομίσματα της Μελίβοιας από τον 4ο αι. π.Χ. κυριαρχούσαν οι παραστάσεις του αμπελιού και του Διονύσου, αφού το κρασί ήταν το σπουδαιότερο εξαγωγικό της προιόν, όπως συνέβαινε στην περιοχή μέχρι τον 20ό αιώνα. Μετά την καταστροφή της το 168 από τους Ρωμαίους η θέση δεν ξανακατοικείται και ο πληθυσμός μοιράζεται στην γύρω εύφορη περιοχή και τους λόφους, ενώ αργότερα οχυρώνεται ο λόφος στο Παλιόκαστρο Βελίκας, στη βόρεια πλευρά του μεγάλου κόλπου.

Αποτελεί εκτεταμένη οχύρωση 132 στρεμμάτων, στα δυτικά της Σκήτης, σε βραχώδες πλάτωμα του Μαυροβουνίου και προσφέρει μοναδική εποπτεία τόσο προς την παράλια διαδρομή του Κισσάβου όσο και στη λεκάνη της Αγιάς. Ταυτίζεται από ορισμένους συγγραφείς με τη βυζαντινή Κενταυρόπολη, που ιδρύθηκε τον 6ο αι. από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό με σκοπό να προστατεύσει τους πληθυσμούς της περιοχής.

Τα τείχη είναι κτισμένα με αρκετά μεγάλες πέτρες, που σχηματίζουν σειρές και έχουν πλάτος 2 μέτρων. Στα βορειοανατολικά υπάρχει προσθήκη των μεσοβυζαντινών χρόνων, στην οποία ανήκει και ο μοναδικός σωζόμενος πύργος. Το τμήμα αυτό έχει τείχη μικρότερου πλάτους, που περιέχει αρκετά τμήματα πλίνθων. Καλύτερα διατηρείται η ανατολική και η νότια πλευρά, ενώ η βόρεια έχει καταρρεύσει. Στο εσωτερικό της οχύρωσης έχουν εντοπισθεί δεξαμενή και μικρή εκκλησία των μεσοβυζαντινών χρόνων, ενώ αρκετά ερείπια κτισμάτων δείχνουν ότι εδώ βρισκόταν στην περίοδο εκείνη ο οικισμός της Σκήτης, που έλαβε το όνομά του από τη Σκήτη των Αγίων Αναργύρων στα βόρεια του κάστρου.

Πρόκειται για συγκρότημα κτιρίων διαστάσεων 22χ16μ. που ανασκάφηκε το 1990 στα νότια του δρόμου Λάρισα- Αγιά. Περιλαμβάνει όλους τους γνωστούς χώρους των ρωμαικών λουτρών, με κεντρική αίθουσα, καθώς και χώρους ψυχρού, χλιαρού και θερμού λουτρού, διατεταγμένους από βορρά προς νότο. Οι αίθουσες θερμαίνονταν με υπόκαυστα, ενώ σε αρκετές θέσεις εντοπίσθηκαν ψηφιδωτά δάπεδα. Η έκταση και η ποιότητα κατασκευής του λουτρού, που χρονολογείται στον 2ο αι.μ.Χ., υποδηλώνουν την ύπαρξη σημαντικού αρχαίου οικισμού στην περιοχή, που πιθανόν σχετίζεται με την αρχαία ακρόπολη που σώζεται στα βόρεια του χωριού και ταυτίζεται από ορισμένους ερευνητές με το αρχαίο Συκούριον.

Βυζαντινό φρούριο στους πρόποδες του Μαυροβουνίου πάνω από τον οικισμό. Σώζονται σε αρκετή έκταση τείχη της μεσοβυζαντινής περιόδου από ακατέργαστους λίθους και πλίνθους, που διακόπτονται κατά διαστήματα από τετράγωνους και στρογγυλούς πύργους, ενώ διακρίνονται και παλαιότερες φάσεις. Εδώ υπήρχε η βυζαντινή πόλη Καστρί, που αναφέρεται την εποχή του αυτοκράτορα Ιωάννη Καντακουζηνού. Η θέση είναι σημαντική για τον έλεγχο της οδού από το Βόλο προς τα παράλια και τη Μακεδονία, ρόλο που έπαιζε στην αρχαιότητα η πόλη Κερκίνεον.

Στο εσωτερικό του φρουρίου σώζεται ο βυζαντινός ναός του αγίου Γεωργίου, που χρονολογείται στον 12ο αιώνα.

Ένας από τους σπουδαιότερους προιστορικούς οικισμούς της Θεσσαλίας, που ανασκάφηκε από την ΙΕ Εφορεία Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων στην απόληξη των δυτικών κλιτύων του Μαυροβουνίου και κοντά στην όχθη της πρώην λίμνης Κάρλας. Λίθινοι περίβολοι οργανώνουν με περικεντρικό τρόπο τον ενδοκοινοτικό χώρο του οικισμού, το κέντρο του οποίου καταλαμβάνει μεγάλο κτίσμα. Ανάμεσα στους περιβόλους υπήρχαν κτίσματα και κατασκευές. Ο οικισμός μπορεί να χρονολογηθεί στο τέλος της νεολιθικής περιόδου (περ.τέλος της 5ης- 4η χιλιετία π.Χ.)

Στους πρόποδες του λόφου με τον προιστορικό οικισμό ανασκάφηκαν από την ΙΕ Εφορεία Προιστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων τρείς αψιδωτές οικίες, μήκους 10μ. η κάθε μία, οι οποίες χρονολογούνται στη μέση εποχή του χαλκού και αποτελούν μοναδικό σύνολο για τη Θεσσαλία

Βυζαντινός οικισμός σε λόφο μεταξύ Ομολίου-Στομίου, όπου ανασκάφηκε βυζαντινή εκκλησία. Εδώ βρέθηκε παλαιότερα η επιγραφή του αρχιερέα Διονυσίου Καμψορύμη, του 12ου αιώνα.

Λίγα λείψανα αρχαίου οχυρού σώζονται στο βόρειο και κύριο μέρος του λόφου, όπου από παλαιότερους συγγραφείς τοποθετούνταν η πόλη Δώτιον. Στον κατάφυτο λόφο που στεφανώνει από βόρεια την Αγιά σώζονται τα ερείπια νεότερου οχυρού, κτισμένου από αργολιθοδομή με στρογγυλούς πύργους και πολεμίστρες, πιθανόν της εποχής των επαναστάσεων του 19ου αιώνα, που ενισχύθηκε το 1946 από στρογγυλά πολυβολεία. Η διαχρονική οχύρωση του λόφου δείχνει τη στρατηγική σημασία του για την φύλαξη της ευρύτερης περιοχής και προσφέρει σήμερα την καλύτερη θέα της Αγιάς

Λείψανα οχύρωσης βυζαντινής εποχής σώζονται στον κατάφυτο λόφο που βρίσκεται ανάμεσα από το λιμάνι και τον όρμο της Αγίας Παρασκευής. Το οχυρό αυτό ελέγχει την πρόσβαση στην παραλιακή οδό από βόρεια και συντελούσε στη φύλαξη του λιμανιού και της μονής Αγίου Δημητρίου.

Στο μακρόστενο λόφο στην είσοδο της λεκάνης της Αγιάς, που είναι γνωστό και ως κάστρο Νεοχωρίου Πλασιάς, σώζονται λείψανα οχύρωσης των ελληνιστικών χρόνων. Εδώ τοποθετείται από τους ερευνητές η αρχαία πόλη Λακέρεια, που αναφέρεται από τις αρχαίες πηγές στους μύθους τους σχετικούς με τον Απόλλωνα και τη νύμφη Κορωνίδα.

Σε βραχώδη προεξοχή του Κισσάβου στα νότια του χωριού έχουν ανασκαφεί στο παρελθόν σημαντικοί θολωτοί τάφοι που χρονολογούνται στα γεωμετρικά και στα μυκηναικά χρόνια, ενώ τα αρχαιολογικά ευρήματα φυλάσσονται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Στα ανατολικά του οικισμού βρίσκεται εκτεταμένη βυζαντινή θέση, η οποία σχετίζεται με την γνωστή από τις πηγές μονή Αγίου Δημητρίου Μαρμαριανών, που ήταν η σημαντικότερη μονή της Μητρόπολης Λάρισας.

ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ